σουσούμι

σουσούμι
το, Ν
1. διακριτικό γνώρισμα, σημάδι («δράκου σουσούμιν έχει», Ερωτόκρ.)
2. το σύνολο τών χαρακτηριστικών τού προσώπου
3. παρατσούκλι, παρωνύμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *συσσήμιον, υποκορ. τού μτγν. σύσσημον «συνθηματικό σημείο» (< σύν + σῆμα). Για την τροπή τών -υ- και -η- σε -ου- πρβλ. αντίστοιχα σύρω: σούρνω και σηπία: σουπιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σουσούμι — το χαρακτηριστικό του προσώπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλλοσούσουμος — η, ο αυτός που έχει αλλοιωμένα χαρακτηριστικά, αλλιώτικος στην όψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλο * + σουσούμι] …   Dictionary of Greek

  • παρασούσουμος — η, ο αυτός που έχει παραμορφωμένα τα χαρακτηριστικά τού προσώπου, τα σουσούμια, που έχει ελαττωματική διάπλαση τού προσώπου, δύσμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σουσούμι «διακριτικό γνώρισμα, χαρακτηριστικό»] …   Dictionary of Greek

  • σουσουμιάζω — Ν [σουσούμι] 1. περιγράφω τα χαρακτηριστικά κάποιου 2. εξαίρω, τα ωραία χαρακτηριστικά κάποιου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”