- σουσούμι
- το, Ν1. διακριτικό γνώρισμα, σημάδι («δράκου σουσούμιν έχει», Ερωτόκρ.)2. το σύνολο τών χαρακτηριστικών τού προσώπου3. παρατσούκλι, παρωνύμιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *συσσήμιον, υποκορ. τού μτγν. σύσσημον «συνθηματικό σημείο» (< σύν + σῆμα). Για την τροπή τών -υ- και -η- σε -ου- πρβλ. αντίστοιχα σύρω: σούρνω και σηπία: σουπιά].
Dictionary of Greek. 2013.